πρόγονος

πρόγονος
πρόγονος (-ον, -οι, -ων.)
1 ancestor

ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, ὃν πρόγονον O. 6.59

κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι O. 9.54

μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαιP. 4.148

ἄγοντι δέ με νῖκαι , ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.17

αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

ἐν τίν κ' ἐθέλοι ναίειν προγόνωνἐυκτήμοναζαθέαν ἄγυιαν N. 7.92


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προγονός — προγονός, ο θηλ. ή το παιδί του ενός των συζύγων από προηγούμενο γάμο σε σχέση με το νέο ή νέα σύζυγο, αλλ. προγόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόγονος — early born masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προγονός — ο, θηλ. προγονή, Ν παιδί τού ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή τη νέα σύζυγο, προγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο 1. ο συγγενής που έζησε πριν από κάποιον. 2. αυτός από τον οποίο κατάγεται κανείς, ο προπάτορας: Οι πρόγονοί μου ήταν νησιώτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγόνοιο — πρόγονος early born masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοις — πρόγονος early born masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοισιν — πρόγονος early born masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνου — πρόγονος early born masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνους — πρόγονος early born masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνων — πρόγονος early born masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”